- λιγοθυμάω
- λιγοθυμάω / λιγοθυμώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), λιγοθύμησα, λιγοθυμισμένος βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λιγοθυμώ — λιγοθυμάω / λιγοθυμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), λιγοθύμησα, λιγοθυμισμένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής